Χθες το μεσημέρι, λίγο πριν το σιωπητήριο των τρεις, στην οδό Μπουμπουλίνας, στο Ναύπλιο, ένα μπλε Opel κλείνει για λίγα δευτερόλεπτα ένα λευκό SUV. Ο οδηγός του Opel βγαίνει. Είναι γύρω στα 50, με ύφος ανθρώπου που ζει εδώ, του ανήκει το μέρος, είναι από σόι "ξέρεις ποιός είμαι εγώ" και τέτοια παρόμοια. Ο άλλος, 40άρης, αθλητική και χαλαρή περιβολή, έτοιμος για μπανάκι, ταξιδιώτης . Βγαίνει κι αυτός για να προλάβει να μιλήσει. Να μην του φύγει ο άλλος σε θέση αλάρμ. Δεν ανταλλάσσουν αμέσως κουβέντες. Πρώτα κοιτάζονται, όπως δυο γορίλες που σκέφτονται στιγμιαία αν αξίζει τον κόπο.
Ό,τι λέγεται, λέγεται γρήγορα, κοφτά, σαν να μην αφορά μόνο το παρκάρισμα αλλά την κακούργα την κοινωνία που μας κατάντησε όλους βιαστικούς και ανυπόμονους. Τί κάνεις; Μισό λεπτό θα κάνω. Κι εγώ μαλάκας είμαι να περιμένω; Έχεις χώρο. Με δουλεύεις ρε φίλε; Πάνε πάρκαρε πιο πέρα.
Αυτό το "πάνε" αποκάλυψε στον έτερο οδηγό και στους πέριξ περαστικούς, του γράφοντος συμπεριλαμβανομένου, την βορειοελλαδίτικη καταγωγή του ταξιδιώτη. Το θύμα ήταν ξένος. Ξένος είναι βαριά κουβέντα για την περίσταση. Λίγο δραματική. Μη ντόπιος τέλος πάντων.
Το πρόβλημα λοιπόν δεν ήταν πια η θέση. Ήταν η θέση του καθενός στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ο ένας, μέσα από το σκληρό υφάκι του "κάνω ό,τι γουστάρω", είχε ένα άγχος για κάτι. Μια επείγουσα δουλειά που δεν μπορούσε να καθυστερήσει. Ο άλλος, ένιωθε την αδικία, την καταπάτηση, μία ακόμα στη ζωή του, κι ας ήταν διακοπές.
Έτσι, ο πρώτος, αν και ήξερε πως έχει κάνει μαλακία, δεν υποχωρούσε για χάρη ενός τουρίστα. Ο άλλος, αν και έβλεπε έκδηλο το άγχος στο πρόσωπο του αντιπάλου του, δεν υποχωρούσε ούτε αυτός.
Τα έκτροπα αποφεύχθηκαν τελικά εξαιτίας της ουράς των αυτοκινήτων που ξεκίνησε να σχηματίζεται πίσω από τα δυο οχήματα. Κάτω από την πίεση των πολλών, ο πρώτος μπήκε στο λευκό SUV, γκάζωσε με νεύρο και πάρκαρε κανονικά, μερικά μέτρα πιο πέρα, σε μια θέση που τον περίμενε εδώ και ώρα. Ο άλλος τον προσπέρασε απαντώντας στα γκάζια με περισσότερα γκάζια που ο ήχος τους χάθηκε στο βάθος του δρόμου.
Αυτός ο βενζινοκίνητος βρυχηθμός ήταν το τελευταίο μέρος μιας ανολοκλήρωτης μονομαχίας στην κυκλοφοριακή ζούγκλα της πρώτης πρωτεύουσας. Με άλλα λόγια οι γορίλες αποφάσισαν πως δεν άξιζε τον κόπο.
Ήταν περασμένες τρεις και η πόλη μπήκε σε μεσημεριανούς ρυθμούς κοινής ησυχίας.
Ιούλιος 2025
0 Σχόλια