Ticker

7/recent/ticker-posts

Το Ναύπλιο έχει γεμίσει με ακοινώνητους μαλάκες

Στο Ναύπλιο παλιά χαιρετιόμασταν. Τώρα δεν κοιταζόμαστε καν. Κι αν κοιταχτούμε, αλλάζουμε πεζοδρόμιο. Όχι από ντροπή, ούτε από κακία. Από κάτι χειρότερο∙ από αδιαφορία.

κουτάκια απομόνωσης

Το κάναμε βέβαια και αυτό παλιά, είναι κάτι το σύνηθες, θα έλεγε κανείς, με βάση το κεχαριτωμένο και διαχρονικό σνομπιακό μας ίματζ. Τώρα όμως το κακό έχει παραγίνει. Τώρα έχουμε γεμίσει ακοινώνητους μαλάκες ολούθε. Ήσυχους, ευγενικούς, φροντισμένους. Με καθαρές βιτρίνες, σωστά λόγια και κουμπωμένα συναισθήματα. Τους βλέπεις παντού. Στα καφέ, στα πάρκα, στους δρόμους, στα φανάρια, να κοιτάνε στο κενό ή στην οθόνη τους. Αποκομμένοι τελείως από την πραγματικότητα της πόλης. 

Η πόλη ολοένα και μικραίνει για τους κατοίκους της, ολοένα και μικραίνει μέσα σε έναν πολύπλοκο, φοβιστικό και γιγάντιο κόσμο, και αυτοί μικραίνουν μαζί της. Έχουν όλοι άποψη αλλά δεν έχουν φωνή. Έχουν κινητό αλλά δεν έχουν βλέμμα. Τα ξέρουν όλα αλλά δεν λένε τίποτα. Δεν ξέρουν τίποτα και πάλι δεν το λένε. Τα αφήνουν όλα εντός τους ή τα αποθηκεύουν στον εξωτερικό τους σκληρό δίσκο. 

Παλιά, όταν περπατούσες στους δρόμους, ήξερες τουλάχιστον ποιος θα σε χαιρετήσει και ποιος θα σε κράξει. Τώρα κανείς δε χαιρετά γιατί κανείς δεν βλέπει γύρω του. Είναι απασχολημένος με την ύπαρξή του. 

Οι μαλάκες της νέας εποχής δεν φωνάζουν. Δεν είναι οι γνωστοί παλιοί φωνακλάδες των καφενείων. Είναι πιο ύπουλοι. Κρύβονται πίσω από μια σιωπή που μοιάζει με αρετή. Μια σιωπή που μυρίζει κοινωνική ήττα. 

Και δεν θα απομείνει κανείς να γελάσει πια. Να κάνει τον χαζό, τον αυθόρμητο, τον ζωντανό. Ο καθένας έχει κλειστεί στο δικό του κελί ευπρέπειας, με ένα παράθυρο που δεν ανοίγει. Μόνο κουρτίνα. Να μη φαίνεται τίποτα.

Ίσως φταίει η οικονομική κρίση που διαρκώς βαθαίνει και βαθαίνει. Ίσως φταίει ο θάνατος των αξιών και των κοινωνικών οραμάτων. Ίσως φταίει η ζεστή και παρηγορητική αγκαλιά των μέσων κοινωνικής απομόνωσης. Ίσως τα ζάναξ. Ίσως η Αθήνα να μας νίκησε τελικά. Ίσως φταίει η θάλασσα που δεν μας ταξιδεύει πια. Ίσως και η συνήθεια να ζούμε σαν να είμαστε ήδη φαντάσματα, αντίγραφα ανθρώπων που δεν θυμούνται πια το πρωτότυπο. 

Και κάπως έτσι, μέσα σε μια πόλη που κάποτε μύριζε παρέα και θάλασσα, και λίγο βοθρολιμανίλα για να είμαστε τελείως ειλικρινείς, μένει σιγά σιγά μόνο η μυρωδιά του σιωπηλού εγωισμού μας. Και όποιος αντέξει. 

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια

Διάβασε ακόμα

Mario Vagman

του Mario Vagman

Αυτόχθων ιθαγενής της πρώτης πρωτεύουσας του νεοελληνικού παρακράτους. Ήτοι περίεργος, μιμητικά αστός και κουτσομπόλης. Επαγγελματίας φιλόλογος στο μυαλό, ερασιτέχνης γραφιάς στη ψυχή. Οπαδός του κινήματος της αποπληροφόρησης.