Τρίτη, Οκτώβριος 1941, Αθήνα υπό Κατοχή: η πρώτη επέτειος δεν ανακοινώθηκε, κυκλοφόρησε. Από χέρι σε χέρι προκηρύξεις του ΕΑΜ ζητούν η 28η να τιμηθεί «με κάθε είδους εκδήλωση», με τις δύο λέξεις «ΤΣΑΡΟΥΧΙ – ΕΑΜ» να ακούγονται παντού. Ραντεβού «για βόλτα» γύρω από το Πανεπιστήμιο και το Ζάππειο, λίγα λουλούδια, ένας ψιθυριστός ύμνος και σήματα χαμηλά, για να γεννηθεί μόνο η μνήμη χωρίς να γίνει θέαμα.
Το πρωί της 28ης, το Σύνταγμα γεμίζει σκόρπια βήματα ανθρώπων που ενώνονται στον Άγνωστο Στρατιώτη· τα «επίσημα» στεφάνια του Τσολάκογλου αναποδογυρίζουν, ο ψίθυρος δυναμώνει και έφιπποι Ιταλοί καραμπινιέροι μπαίνουν με σφυρίγματα, κοντάρια και μοτοσικλέτες. Διαλύσεις, τραβηγμένοι γιακάδες, μελανιές, συλλήψεις. Το απόγευμα οι εφημερίδες υποβαθμίζουν το γεγονός· την επομένη, ανακοινώσεις τιμωριών για μαθητές και φοιτητές, κι ένας καθηγητής παύεται από τη θέση του.
Το μοτίβο της επετείου καταγράφεται καθαρά: καμία παρέλαση, μόνο ένα σιωπηλό τελετουργικό που απλώνεται σαν υπόγειο ρεύμα και δίνει σχήμα στη μέρα, ώστε κάθε πόλη να μπορέσει να βρει τον δικό της τρόπο να θυμηθεί.
Το Ναύπλιο θα δοκιμάσει κι εκείνο μια πράξη μνήμης σε χαμηλό τόνο, με κινήσεις που μοιάζουν τυχαίες αλλά δεν είναι.
Τρίτη, 28 Οκτωβρίου 1941, Ναύπλιο
Το πρωινό μυρίζει αλάτι και υγρασία. Τα δελτία ψωμιού τσαλακωμένα στις τσέπες, λίγο βρασμένο νερό με φύλλα — κάτι σαν τσάι, κάτι για να ξεχαστεί η πείνα που έρχεται τον χειμώνα.
Κάποιοι κατευθύνονται προς την Πλατεία Συντάγματος «για ψώνια». Κάποια αφήνει το βλέμμα της να γλιστρήσει στα πεζοδρόμια. Κάποιο παιδί μετρά τις πλάκες ως το Τριανόν, από αμηχανία. Μπροστά τους, το μνημείο του Υψηλάντη σαν σταματημένη ανάσα. Δεν υπάρχει Άγνωστος εδώ· υπάρχει όμως ένας νεκρός, γνωστός, που κάνει για πολλούς.
Τα σημάδια εορτασμού είναι μικρά: μια γαλανόλευκη κορδέλα τυλιγμένη στο μανίκι, ένα κλωνάρι μυρτιάς μέσα σε χαρτί, ένα τραγούδι που δεν βγαίνει απ’ το στόμα. Από μακριά ακούγονται ρόδες κάρων και φωνές εμπόρων. Στη γωνία, στολές — οι καθημερινές περιπολίες που έμαθε η πόλη από την άνοιξη.
Για μια στιγμή η πλατεία ανασαίνει βαθύτερα. Κάποιος πλησιάζει το μάρμαρο σαν να ’ναι περαστικός. Κάποια γονατίζει τάχα για το κορδόνι της. Το στεφάνι ακουμπά χαμηλά, σχεδόν κρυμμένο. Ένα, δύο, τρία βήματα πίσω. Κανείς δεν χειροκροτά. Ένας ψίθυρος περνά σαν σύρμα: δυο στίχοι, ούτε ολόκληρος ύμνος, μόνο η αρχή — όσο αντέχει ο λαιμός χωρίς να κινδυνέψει. Στο πλάι, το παλιό Βουλευτήριο βλέπει ό,τι βλέπει πάντα: σκυφτές ράχες, πρόσωπα που δεν θέλουν να είναι πρόσωπα.
Οι στολές αλλάζουν βάρδια. Ένα βλέμμα σκληραίνει. Με ένα σύντομο σφύριγμα ο κόσμος ανοίγει πάλι σε ρυάκια: προς τα στενά της αγοράς, προς την Πύλη της Ξηράς, προς το λιμάνι όπου μυρίζει πίσσα. Μένει το μνημείο με το κλωνάρι, λες και το κράτησε ο λίθος μέσα του.
Το απόγευμα, λένε πως «τίποτα δεν έγινε». Μα σε χαμηλές φωνές κυλά η φράση: «αφήσαν στεφάνι». Κάποια το επαναλαμβάνει με ένα χαμόγελο που δεν ξέρει αν επιτρέπεται.
Η πρώτη επέτειος πέρασε όπως έπρεπε: με βήματα που δεν φαίνονται από μακριά, με λουλούδια που άλλαξαν θέση χωρίς τελετή, με ένα ανεπαίσθητο «όχι» που κούνησε την πλατεία και διαλύθηκε όπως η υγρασία το μεσημέρι.
Κι αν κάτι ακούστηκε πέρα απ’ το Ναύπλιο, έμεινε εδώ σαν υπόνοια: μια χώρα που σήκωσε ταυτόχρονα το κεφάλι, μ’ ένα κοινό νήμα να τη διατρέχει. Κι ένα στεφάνι που στάθηκε όσο χρειαζόταν κι έπειτα έγινε μνήμη.
 
   

 
 
 
 
 
 
  
0 Σχόλια